- ανόργωτος
- -η, -οαυτός που δεν οργώθηκε, δεν καλλιεργήθηκε: Εκείνη τη χρονιά είχαν αφήσει τα χωράφια τους ανόργωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανόργωτος — η, ο (για χωράφια) 1. αυτός που δεν έχει οργωθεί, ακαλλιέργητος χέρσος 2. αυτός που είναι δύσκολο να οργωθεί, δύσβατος, πετρώδης … Dictionary of Greek
άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
αζευγάριστος — η, ο [ζευγαρίζω] (για εκτάσεις) αυτός που δεν ζευγαρίστηκε, ανόργωτος, ακαλλιέργητος … Dictionary of Greek
αζευγολάτητος — η, ο [ζευγολατώ] ο μη ζευγολατημένος, ακαλλιέργητος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
αναροτρίωτος — η, ο (για αγρούς) ο μη οργωμένος, αγεώργητος, ακαλλιέργητος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
αφάρωτος — ἀφάρωτος, ον (Α) [φαρώ] ακαλλιέργητος, ανόργωτος … Dictionary of Greek